- ανορχία
- ηη έλλειψη του ενός ή των δύο όρχεων ή (γενικότερα) λειτουργούντος ορχικού ιστού, συγγενής ή επίκτητη (ύστερα από παρωτίτιδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανορχιδία ή ανορχία — Έλλειψη του ενός ή και των δύο όρχεων, που οφείλεται σε απλασία των γεννητικών οργάνων. Η α. δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυψορχία, που είναι αποτέλεσμα της κατακράτησης των όρχεων μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. Ο ευνουχισμός ή η… … Dictionary of Greek
άνορχος — κ. άνορχις ( εως) ο (Α ἄνορχος, ον) αυτός που πάσχει από ανορχία αρχ. 1. ο ευνουχισμένος 2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες … Dictionary of Greek